οικουρός

οικουρός
οικουρός, -όν (Α)
1. (για σκύλο ή και για πετεινό) αυτός που φυλάει το σπίτι
2. αυτός που μένει στο σπίτι του («οἰκουρὸν γραΐδιον», Πολυδ.)
3. (για άνδρα) αυτός που απέχει από τον πόλεμο, που είναι μακριά από τον αγώνα
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκουρός
α) η οικοδέσποινα, η νοικοκυρά
β) αξιέπαινη σύζυγος
5. φρ. «οἰκουρὸς ὄφις» — το ιερό φίδι που φύλαγε τον ναό τής Αθηνάς στην Ακρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ουρός (< -Fορός < ὁρῶ «βλέπω»), πρβλ. κηπ-ουρός, οδ-ουρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκουρός — watching masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρόν — οἰκουρός watching masc/fem acc sg οἰκουρός watching neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουροί — οἰκουρός watching masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρούς — οἰκουρός watching masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρά — οἰκουρός watching neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρῷ — οἰκουρός watching masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo …   Wikipedia

  • PISTICE — in Glossis Arabico Latinis, Pistice, genus aromatis, quasi proprium nomen esset cuiusdam aromatis, ponitur: cum ἐπιθετικῶς attribui possit omnibus, quae adulterata non sunt. Πιςτικὸς enim verum germanumque notat, τὸν ἀληθῆ. Theopompus apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εποικουρώ — ἐποικουρῶ, έω (Α) οικουρώ, παραμένω μέσα στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οικ ουρώ (< οικουρός)] …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”